-
1 нуждаться
-йюсь, -аешьсяρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•
больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•
он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•
нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.